- ἡγητηρία
- ἡγητηρίᾱ , ἡγητηρίαmass of dried figsfem nom/voc/acc dualἡγητηρίᾱ , ἡγητηρίαmass of dried figsfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηγητηρία — ἡγητηρία, ἡ (Α, κατά τον Ησύχ. και Φώτ. ἡγητορία, κατά τον Ευστ. ἡγήτρια) (ηγητήρ) 1. δέσμη, αρμαθιά από ξερά σύκα την οποία έφεραν με πομπή κατά την εορτή τών Αττικών Πλυντηρίων σε ανάμνηση τής ευρέσεως αυτής τής τροφής που τή θεωρούσαν ως το… … Dictionary of Greek
ἡγητηρίαν — ἡγητηρίᾱν , ἡγητηρία mass of dried figs fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηγήτρια — ἡγήτρια, ἡ (Α) [ηγητήρ] ηγητηρία* … Dictionary of Greek
ηγητορία — ἡγητορία, ἡ (Α) [ηγήτωρ] ηγητηρία* … Dictionary of Greek